- παρόριος
- παρ-όριος, neben der Grenze gelegen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρόριος — (I) ον, Α παρόρειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + όριος (< ὄρος)]. (II) ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στα όρια, στα σύνορα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρόρια τα όρια, τα σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + όριος (< ὅρος [Ι]), πρβλ. μεθ… … Dictionary of Greek